- χατίζων
- χατίζωhave need ofpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χατίζω — Α (σε χρήση μόνον ο ενεστ.) 1. (με γεν.) έχω ανάγκη, χρειάζομαι ή επιζητώ κάποιον ή κάτι 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) χατίζων αυτός που βρίσκεται σε ανάγκη, που στερείται από κάτι 3. φρ. «ἔργοιο χατίζων» άνεργος (Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού … Dictionary of Greek